|
Βρείτε το βιβλίο Πύλες στο create space της Amazon, κάνοντας κλικ εδώ. |
Αποκάλυψη Ιωάννου
(Κεφάλαιο 9, παράγραφοι 1-11)
«1 Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε·
καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς
τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, 2 καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ
τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ
καπνοῦ τοῦ φρέατος. 3 καὶ ἐκ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθον ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη
αὐταῖς ἐξουσία ὡς ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ σκορπίοι τῆς γῆς· 4 καὶ ἐρρέθη αὐταῖς ἵνα
μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρὸν οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ μὴ τοὺς ἀνθρώπους
οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. 5 καὶ ἐδόθη αὐταῖς
ἵνα μὴ ἀποκτείνωσιν αὐτούς, ἀλλ' ἵνα βασανισθῶσι μῆνας πέντε· καὶ ὁ βασανισμὸς
αὐτῶν ὡς βασανισμὸς σκορπίου, ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον. 6 καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις
ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν
ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ θάνατος. 7 καὶ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἀκρίδων ὅμοια
ἵπποις ἡτοιμασμένοις εἰς πόλεμον, καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ὡς στέφανοι ὅμοιοι
χρυσίῳ, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὡς πρόσωπα ἀνθρώπων, 8 καὶ εἶχον τρίχας ὡς τρίχας
γυναικῶν, καὶ οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὡς λεόντων ἦσαν, 9 καὶ εἶχον θώρακας ὡς θώρακας
σιδηροῦς, καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἵππων πολλῶν τρεχόντων
εἰς πόλεμον. 10 καὶ ἔχουσιν οὐρὰς ὁμοίας σκορπίοις καὶ κέντρα, καὶ ἐν ταῖς οὐραῖς
αὐτῶν ἐξουσίαν ἔχουσι τοῦ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους μῆνας πέντε. 11 ἔχουσι
βασιλέα ἐπ' αὐτῶν τὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου· ὄνομα αὐτῷ Ἑβραϊστὶ Ἀβαδδὼν, ἐν δὲ τῇ
Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων»
Άγιος Ανδρέας
ο διά τον Χριστόν σαλός
(Προφητεία περί των Πυλών)
«Κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο θ’ ἀνοίξει ὁ
Κύριος τὶς πύλες τῶν Ἰνδιῶν ποὺ ἔκλεισε ὁ βασιλιὰς τῶν Μακεδόνων Ἀλέξανδρος. Θὰ
βγοῦν τότε ἀπ’ ἐκεῖ οἱ ἑβδομήντα δύο βασιλεῖς μὲ τὸν λαό τους, τὰ λεγόμενα
βδελυρὰ ἔθνη, ποὺ εἶναι πιὸ σιχαμερὰ ἀπὸ κάθε ἀηδία καὶ δυσωδία. Αὐτὰ θὰ
διασκορπισθοῦν σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Θὰ τρῶνε ζωντανούς τους ἀνθρώπους καὶ θὰ
πίνουν τὸ αἷμα τους. Θὰ καταβροχθίζουν ἐπίσης μὲ μεγάλη ἡδονὴ μύγες, βατράχους,
σκυλιὰ καὶ κάθε ἀκαθαρσία.
Ἀλλοίμονο στὶς περιοχές, ἀπ’ ὅπου θὰ
περάσουν! Ἂν εἶναι δυνατόν, Κύριε, ἃς μὴν ὑπάρχουν τότε Χριστιανοί! Γνωρίζω ὅμως
ὅτι θὰ ὑπάρχουν.
Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ
σκοτεινιάσουν, σὰν νὰ θρηνοῦν στὸν ἀέρα γιὰ ὅσα ἀποτροπιαστικὰ θὰ διαπράξουν ἐκεῖνα
τὰ σιχαμερὰ ἔθνη. Ὁ ἥλιος θὰ γίνει σὰν αἷμα, ἐνῶ ἡ σελήνη κι ὅλα τα ἄστρα θὰ
σκοτισθοῦν, καθὼς θὰ τὰ βλέπουν ἐπάνω στὴ γῆ νὰ συναγωνίζονται στὴν ἀκαθαρσία.
Αὐτοὶ οἱ λαοὶ θὰ κατασκάψουν τὴ γῆ, θὰ κάνουν ἀποχωρητήρια τὰ θυσιαστήρια, καὶ
θὰ βάλουν τὰ ἅγια σκεύη σὲ ἀτιμωτικὴ χρήση. Τότε ὅσοι θὰ κατοικοῦν στὴν Ἀσία, ἃς
φύγουν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων (κατ’ ἄλλη γραφή: τὶς κοιλάδες τῶν νήσων), γιατί
τὰ ρυπαρὰ ἔθνη δὲν θὰ πᾶνε ἐκεῖ, καὶ ἃς πενθήσουν γιὰ ἑξακόσιες ἑξήντα ἡμέρες.»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στο νεκροταφείο του Κεραμικού, μόλις είχαν
σταματήσει οι εργασίες. Ήταν απόγευμα. Οι εργάτες έφευγαν βιαστικοί να
ξεκουραστούν. Την άλλη μέρα θα έπρεπε να γυρίσουν πάλι στη δουλειά…
Σύντομα όλος ο χώρος άδειασε. Μόνο ο Αλέξανδρος έμεινε πίσω,
γιατί πριν από λίγες μέρες η γυναίκα του, η
Μαριώ, είχε πάρει το έντεκα μηνών παιδί τους και είχε φύγει κι έτσι τώρα ο Αλέξανδρος, δεν ήθελε να γυρίσει στο άδειο πια σπίτι του. Αφού περιπλανήθηκε άσκοπα στο χώρο, κάθισε σε μια πέτρα παράμερα, άναψε ένα
τσιγάρο και βυθίστηκε στις μελαγχολικές του σκέψεις.
Σε λίγο, τρία φορτηγά χωρίς πινακίδες έφτασαν στο
χώρο και τον έκαναν να επανέλθει στην πραγματικότητα. Από μέσα βγήκαν μερικοί
άνδρες, ντυμένοι με στολές παραλλαγής. Δεν μίλαγαν ελληνικά. Προσπαθώντας να
καταλάβει ποιά γλώσσα μιλούσαν, συνειδητοποίησε ότι ήταν αγγλικά. Σαν κάτι να
τον τρόμαξε, κρύφτηκε και έμεινε σιωπηλός να κοιτάζει. Οι άνδρες, άρχισαν να
μαζεύουν τα ιδιαίτερα μικρά οστά που είχαν βρει στο νεκροταφείο και να τα
φορτώνουν στα φορτηγά. Μόλις τέλειωσαν, επιβιβάστηκαν κι αυτοί και έφυγαν.
Ο Αλέξανδρος, έμεινε λίγη ώρα ακόμα κρυμμένος. Φοβόταν μη τον
δουν. Ώσπου ν’ απομακρυνθούν τα φορτηγά, κράταγε με αγωνία την ανάσα του. Είχε
ιδρώσει από τον πανικό.
Ύστερα, βγήκε και άρχισε προσεκτικά να ψάχνει. Ήθελε κι
εκείνος να βρει ένα κόκκαλο και να το πάει στον κύριο Ηρακλή και τη δεσποινίδα
Αλκμήνη. Σίγουρα θα τους ενδιέφερε. Και ήξερε, πως ένα απ’ αυτά τα κόκκαλα τους
είχε ξεφύγει. Όταν ετοιμάζονταν να φύγουν, ένας από τους άνδρες, μπαίνοντας
βιαστικά στο φορτηγό, έσπρωξε κατά λάθος ένα κόκκαλο και το έριξε κάτω. Το είχε
δει με τα ίδια του τα μάτια.
Δεν άργησε πολύ ο Αλέξανδρος να το βρει. Το μάζεψε με
προσοχή, το έχωσε στο σάκο του και, προσέχοντας μη τον δει κανείς, έφυγε από
΄κει.
Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, πλησίασε έναν τηλεφωνικό θάλαμο,
μπήκε μέσα και έκανε ένα τηλεφώνημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Σε ένα μοναστήρι, κάπου στην ορεινή Αρκαδία, κοντά σε ένα
αραιοκατοικημένο χωριό, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση. Πριν μερικές μέρες, ο
γεροντότερος των μοναχών, ένας διορατικός άνθρωπος, τον οποίο όλοι καλούσαν
Προφήτη, διότι σχεδόν ό,τι έλεγε τελικά έβγαινε αληθινό, είπε στους υπόλοιπους
μοναχούς ότι είδε ένα περίεργο όραμα. Είδε, καθώς είπε, τον Αη-Γιώργη πάνω σε άσπρο άλογο που κρατούσε τη λόγχη του. Είδε και
έναν κύκλο ψύχους που το Θηρίο είχε φτιάξει για να καταστραφούν οι
άνθρωποι. Ο Ιππέας, με τη λόγχη του, έσπασε
τον κύκλο και μετά έπεσε από τον ουρανό ένα άστρο που άνοιξε τις Πύλες της
Αβύσσου. Μέσα από τη σκόνη που βγήκε από τις Πύλες προς τον ουρανό, ξεπρόβαλε ο
άγριος, υποχθόνιος στρατός του Θηρίου. Και ενώ αυτοί ετοιμάζονταν να αφανίσουν
τους ανθρώπους με ένα τρομερό μηχάνημα, ξαφνικά, ο ήλιος έλαμψε αλλιώς, πιο
φωτεινά, γιατί ο κύκλος έσπασε και το μηχάνημα του Θηρίου κάηκε από την ίδια
του τη φλόγα. Και ο στρατός των ανθρώπων νίκησε τις ορδές της Αβύσσου και ο
Άγιος Στρατηλάτης σκότωσε και πάλι το Θηρίο και οι Πύλες σφραγίστηκαν για χίλια
χρόνια, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού. Μετά από αυτά, ο Αη-Γιώργης πήγε στον
έρημο λόφο, σε ένα συγκεκριμένο σημείο και του είπε πως από εκείνο το σημείο θα
άρχιζαν όλα. Κάπως έτσι τέλειωσε το όραμα του Προφήτη.
Ο παπα-Θεόκλητος, ένας άλλος μοναχός, τον προέτρεψε να πάει
και να το πει στον ηγούμενο της μονής, ο οποίος θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για
να μάθει το τι συνέβαινε στον λόφο εκείνο. Έτσι και έκανε ο Προφήτης, και ο
ηγούμενος, πεπεισμένος πως ίσως να έβρισκαν εκεί κάποια θαυματουργή εικόνα που
χάθηκε κατά την Εικονομαχία στο Βυζάντιο, κανόνισε να ξεκινήσουν την επομένη να
ψάχνουν.
Την άλλη μέρα, ο ηγούμενος, ο Προφήτης και ο παπα-Θεόκλητος,
αφού πήραν μία μικρή ομάδα εργατών από το χωριό που προσφέρθηκε εθελοντικά,
ξεκίνησαν για τον λόφο. Φτάνοντας εκεί, μέσα σε λίγη ώρα, ο Προφήτης εντόπισε
το σημείο που του υπέδειξε ο Άγιος. Άρχισαν τότε να σκάβουν. Την πρώτη μέρα η
έρευνα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Την νύχτα δεύτερο όραμα όμως τάραξε τον ύπνο του Προφήτη. «Θα
πάτε εκεί και θα συνεχίσετε την έρευνα.» του είπε ο Άγιος Γεώργιος, «Την τρίτη
ημέρα θα βρείτε τον μυστικό ναό!»
Την δεύτερη ημέρα η έρευνα συνεχίστηκε μα γι’ ακόμα μια φορά
δεν απέδωσε καρπούς. Γυρνώντας πίσω στο μοναστήρι, οι τρεις μοναχοί είχαν μία
ευχάριστη έκπληξη. Ο Αρχιμήδης Σταυρόπουλος, ένας γνωστός τους απ’ το χωριό,
που είχε φύγει πριν δεκαπέντε χρόνια για το εξωτερικό και δούλευε ως πυρηνικός
φυσικός στο CERN, είχε φτάσει εδώ και μια ώρα στο μοναστήρι μαζί με δύο επιστήμονες
Έλληνες φίλους του. Οι μοναχοί τους έκαναν το τραπέζι και, μετά από μία πολύωρη
συζήτηση του Αρχιμήδη με τον ηγούμενο με θέμα τα αλλεπάλληλα ανεξήγητα
ατυχήματα που γίνονταν τα τελευταία χρόνια στο CERN κάθε φορά που οι επιστήμονες
προσπαθούν να επέμβουν στο κβαντικό πεδίο Higgs, στο πεδίο αυτό που απλώνεται σε
ολόκληρο το Σύμπαν και που ευθύνεται για την απόκτηση μάζας από την ύλη,
χρησιμοποιώντας το σχετικά
νεοανακαλυφθέν σωματίδιο του Θεού. Στη συζήτηση ο ηγούμενος υποστήριζε πως
είναι η Θεία Πρόνοια που δεν το αφήνει να ολοκληρωθεί το πείραμα και αφού οι
πολλοί μοναχοί έφυγαν για τα κελιά τους, ο ηγούμενος, ο Προφήτης και ο
παπα-Θεόκλιτος εκμυστηρεύτηκαν στον Αρχιμήδη τα οράματα του Προφήτη και τις εργασίες
των ανασκαφών που είχαν ξεκινήσει. Ο Αρχιμήδης υποσχέθηκε τότε στον ηγούμενο
πως θα τους βοηθούσε για όσες μέρες θα έμενε και οι φίλοι του, πάντα διψασμένοι
για νέες ανακαλύψεις αποφάσισαν να βοηθήσουν και αυτοί. Ο μεν Θόδωρος, ο ένας
από τους δύο φίλους του είχε ενθουσιαστεί. Όχι μόνο γιατί ήταν κι αυτός Αρκάς
από την Τρίπολη, αλλά γιατί δούλευε πάνω σε αρχαίες τεχνολογίες.
Την τρίτη ημέρα, πρωί-πρωί, οι τρείς μοναχοί, οι τρεις
επιστήμονες κι οι εργάτες ξεκίνησαν για τον λόφο. Όλη την ημέρα δούλευαν σκληρά
και τίποτα δεν φαινόταν. Το απόγευμα όμως, οι εργάτες χτύπησαν σε μία λεία
μεταλλική επιφάνεια. Βγάζοντας τα χώματα επί τρεις ώρες, λίγο πριν τη δύση του
ηλίου, τελείωσαν την αφαίρεση του χώματος. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους
δέσποζε μία μεγαλόπρεπη χάλκινη πύλη. Πάνω της, ένα άλλο τριγωνικό άνοιγμα σε
ύψος δύο μέτρων έμοιαζε ν’ αποτελεί την μοναδική είσοδο για το εσωτερικό του
λόφου. Ένας εργάτης, σκαρφαλωμένος πάνω σε μία σκάλα, προσπάθησε να περάσει από
‘κει, τότε όμως, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τινάχτηκε προς τα πίσω και
έπεσε καταγής μαζί με την σκάλα. Έμεινε αναίσθητος. Ο τρίτος επιστήμονας, ο
Γιάννης που ήταν γιατρός και βιολόγος, αφού, περιποιήθηκε όπως μπορούσε τις
πληγές του από το πέσιμο και σκίζοντας το πουκάμισό του, του έδεσε το χέρι του
που αιμορραγούσε, έκανε τη διάγνωσή του. Είχε χτυπηθεί από ισχυρό δυναμικό
πεδίο που απ’ ότι φαινόταν προστάτευε την τριγωνική δίοδο. Σε λίγη ώρα όμως θα
ξανάβρισκε τις αισθήσεις του. Όταν αυτό έγινε, συνέστησε σε έναν άλλον εργάτη
να πάει τον συνάδελφό του στο νοσοκομείο της Τρίπολης για να ελεγχθεί η
περίπτωση να έχει πάθει διάσειση. Οι υπόλοιποι εργάτες, μετά από αυτό, δήλωσαν
πως δεν θα προσπαθούσαν να μπουν εκεί μέσα λόγο του κινδύνου που μπορεί να
υπήρχε και πήραν το δρόμο για το χωριό. Ο Γιάννης κοίταξε την κλειδαριά της
κλειδωμένης πύλης και χώνοντας εκεί ένα κατσαβίδι, συνέλλεξε δείγμα από το χώμα
που είχε εισβάλλει στην κλειδαριά. Μετά, όλοι μαζί γύρισαν στο μοναστήρι. Εκεί
ο ηγούμενος τηλεφώνησε για να μάθει για την υγεία του εργάτη. Ο δε Γιάννης ήταν
αποφασισμένος να ξοδέψει όλη την νύχτα στην μελέτη του δείγματος του χώματος.
Ευτυχώς, στην Τρίπολη ήξερε κάποιον φίλο του που θα του δάνειζε τον απαιτούμενο
εξοπλισμό. Έφυγε λοιπόν μέσα στην άγρια νύχτα, αφού πρώτα ειδοποίησε τον φίλο
του να τον περιμένει.
Την τέταρτη ημέρα, το πρωί, ο ηγούμενος τηλεφώνησε στον
ανιψιό του, ο οποίος δούλευε στην αρχαιολογική υπηρεσία στην Αθήνα και του
ζήτησε να σταλεί άμεσα μία ομάδα για να μπει στο εσωτερικό της περίεργης πύλης.
Του εκμυστηρεύτηκε το όραμα του Προφήτη και του είπε πως πίστευε ότι εκεί
κρυβόταν κάποια θαυματουργή βυζαντινή εικόνα. Ο ανιψιός του, λόγω του ότι ήταν
Παρασκευή, του είπε πως θα στείλει την ομάδα την Δευτέρα. Στο τραπέζι, όταν
όλοι μαζεύτηκαν, ο Προφήτης τους ανακοίνωσε πως είδε και τρίτο όραμα. Ο Άγιος
του ξαναεμφανίστηκε και αυτή την φορά ήταν πολύ αυστηρός. Του είπε πως εκείνη
την ημέρα, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα θα έπρεπε να μπουν στο λόφο. Ο πρώτος που
του αντιμίλησε ήταν ο ηγούμενος που του είπε πως η Εθνική Μετεωρολογική
Υπηρεσία προειδοποίησε πως από το απόγευμα θα ξεσπούσε άγρια καταιγίδα στην
περιοχή. Ο Αρχιμήδης έπειτα του επισήμανε πως η πύλη ήταν κλειδωμένη. Ο
Προφήτης τότε του έδειξε ένα παράξενο κλειδί. Το κράταγε στα χέρια του όταν το
όραμα είχε τελειώσει. Με αυτό, του είχε πει ο Άγιος, θα άνοιγαν την πύλη.
Εκείνη την στιγμή μπήκε στην αίθουσα ο Γιάννης που μόλις είχε γυρίσει από την
Τρίπολη. Ο ενθουσιασμός του νικούσε την κούρασή του. Όταν άκουσε όμως πως θα
ερχόταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία έγινε έξαλλος. Όπως τους είπε, το δείγμα του
χώματος από την κλειδαριά είχε μείνει πάνω από τριάντα χιλιάδες χρόνια εκεί
πέρα. Σίγουρα δεν επρόκειτο ούτε για βυζαντινή κατασκευή, όπως έλεγε ο
ηγούμενος, ούτε για μυκηναϊκό θολωτό τάφο, πράγμα που υποστήριζε ο Θόδωρος.
Ανήκε σε κάποιον πανάρχαιο πολιτισμό που χανόταν στα χρόνια του μύθου.
Για την συνέχεια του βιβλίου, κάντε κλικ εδώ.